κουρελαρία

κουρελαρία
η
1. ράκη, παλιατσαρία.
2. σύνολο ανθρώπων κουρελήδων: Μας ήρθε όλη η κουρελαρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουρελαρία — η 1. κουρελιασμένα ρούχα, ράκη 2. ομάδα ρακένδυτων ανθρώπων, κουρελήδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι ή κουρελής + αρία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”